- δαύκου
- δαῦκονCretensisneut gen sgδαῦκοςCretensismasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CARA — nomen herbae seu radicis, apud Caesarem de Bello Civ. l. 3. e qua panes conficiebant eius milites, carotte hodie per diminutionem Gallis. Non dissimilem fuisse, imo congenerem pastinacis et daucis, constat ex Paulo Aegineta et Dioscoride; quorum… … Hofmann J. Lexicon universale
δαυκοκαφές — ο σκόνη από ρίζα δαύκου, ξηραμένη και καβουρντισμένη, που τήν ανακατεύουν με καφέ … Dictionary of Greek
καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek